- πίρος
- (I)και πείρος, ο, Ν1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας βάρκας5. φρ. «κρασί από τον πίρο» — κρασί απευθείας από το βαρέλι.[ΕΤΥΜΟΛ. <ιταλ. piro].————————(II)και πύρος, ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και περιλαμβάνει 15-20 είδη θάμνων ή δέντρων με απλά, ακέραια ή έλλοβα φύλλα, με άνθη που φύονται μεμονωμένα ή σε ταξιανθίες κορύμβους και με καρπό πεντάχωρη ράγα.
Dictionary of Greek. 2013.